Πέμπτη , 28 Μαρτίου 2024
Αρχική / Ειδήσεις Ιωαννίνων / Η εισήγηση του Ευάγγελου Αυδίκου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην εκδήλωση παρουσίασης του Λευκώματος -βιβλίου μαγειρικής του Νίκου Φωτιάδη, “Μουσικός Περίδρομος”

Η εισήγηση του Ευάγγελου Αυδίκου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην εκδήλωση παρουσίασης του Λευκώματος -βιβλίου μαγειρικής του Νίκου Φωτιάδη, “Μουσικός Περίδρομος”

biblioΑπό:Γιώργος Γκόντζος([email protected])– Η εισήγηση του Ευάγγελου Αυδίκου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στην εκδήλωση παρουσίασης του Λευκώματος -βιβλίου μαγειρικής του Νίκου Φωτιάδη  “Μουσικός Περίδρομος”, στα Γιάννινα (10 Δεκεμβρίου 2016).

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Ε.ΑΥΔΙΚΟΥ

«Ο Νίκος Καρούζος πάντα με γοήτευε με την ποίησή του και με το λέγειν του. Τον παρακολουθούσα στις ταβέρνες, όπου άρχιζε την μυσταγωγία της νύχτας με μια καυτή φασολάδα. Ο Καρούζος είναι ένας σοφός που, όχι μόνο ζει με ελληνικό τρόπο, αλλά γνωρίζει γιατί ζει με ελληνικό τρόπο. Ο Ηλίας ο Παπαδημητρακόπουλος φρονεί ότι, ο ύπουλος και ακήρυχτος πόλεμος τών Νεοελλήνων κατά τής Ελλάδος είναι καταστρεπτικός πόλεμος στην μακροχρόνια ιστορία τής χώρας. Η χώρα μας μαστίζεται από μια πολιτιστική κρίση. Η χώρα μπαίνει, τώρα, στην χειρότερη φάση αυτής τής κρίσης. Ο λαός (που δεν είναι διόλου αγνός και αθώος) ευθύνεται εν μέρει για την κρίση. Το μεγαλύτερο ποσοστό τής ευθύνης το έχει και το κατέχει το Κράτος, όπως εκφράζεται από τους σάπιους πολιτικάντηδες…».

Αυτά έλεγε πολλά χρόνια πριν ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο ανατρεπτικός  λαογράφος, που ανέδειξε τη σημασία όσων θεωρούνταν ταπεινά πράγματα. Μπορεί ο αναγνώστης των κειμένων του να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με  όσα γράφει. Δεν μπορεί όμως να μην του αναγνωρίσει τη γενναιότητα να διατυπώνει τις απόψεις του χωρίς περικοκλάδες.

Ο Πετρόπουλος ασχολήθηκε με τον πολιτισμό των ανθρώπων της πόλης: με τα κατώτερα κοινωνικά  στρώματα. Συχνά με το λούμπεν προλεταριάτο, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο συνηθισμένο παλιότερα, Με τα ρεμπέτικα και την ερωτική συμπεριφορά όσων εξέφραζαν το πολιτισμικό ύφος αυτής  της κοινωνικής ομάδας.

Ο Νίκος Φωτιάδης φαίνεται, συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία, πως μεταφέρει την οπτική του Πετρόπουλου στο βιβλίο του. Έχοντας ως αφετηρία την ιδιότητα του αρχιμάγειρα, του ανθρώπου που ασχολείται με τις γευστικές ηδονές, συναντά τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια, για να ανασυγκροτήσει την ενότητα ανάμεσα στο τραγούδι, το φαγητό και την πολιτισμική συμπεριφορά. Έχει βαθύτατη την πεποίθηση πως ο πολιτισμός είναι μια ολότητα κι αυτό τον στόχο υπηρετεί το βιβλίο του, μόλο που από πρώτη ματιά κάποιος απρόσεκτος αναγνώστης θα μπορούσε να διολισθήσει στον πειρασμό να το ταξινομήσει στους οδηγούς μαγειρικής.

Το βιβλίο του είναι και μια πρόταση, για να  ανακαλύψουμε τους εαυτούς μας, τη σπουδαιότητα της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, που παρασύρθηκε από τις νεροσυρμές μιας επίπλαστης νεωτερικότητας, η οποία απαξίωνε τη γνώση αιώνων προωθώντας τη  φαινομενολογία του οπτικού πολιτισμού-ας μου επιτραπεί η υπέρβαση. Ήγουν πουλούσε, πολλάκις, φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Επικαλούμαι την προσωπική μου μαρτυρία αλλά και το μαρτύριο κάθε φορά που βρίσκομαι μπροστά σ’ έναν κατάλογο εστιατορίων. Τα ονόματα των εδεσμάτων με ταξιδεύουν σε εξωτικές χώρες ή σε συνδυασμό πολιτισμικών δανείων όσον αφορά την ονοματολογία των προσφερομένων. Η αμηχανία μου, όμως, μεγαλώνει, μια και αδυνατώ να ταυτοποιήσω τα εντυπωσιακά ονόματα με οικείες γεύσεις και συνταγές. Κι έτσι επιλέγω τυχαία, ή εμπιστεύομαι τις προτάσεις των σερβιτόρων.

Ενδεχομένως, κάποιος θα μπορούσε να ανιχνεύσει σ’ αυτή την αμηχανία μια κοσμοπολίτικη κλειστοφοβία. Προφανώς, δεν υπαινίσσομαι την εθνική καθαρότητα της διαιτητικής διατροφής. Επισημαίνω τη διάσταση ανάμεσα στην ονοματολογία και την προσδοκία.

Τέτοια διάσταση δεν υπήρχε στη σκέψη των εξορίστων του Άη Στράτη όταν δοξολογούσαν τη φασουλάδα, αποκαλώντας την των «φαγιών μαργαριτάρι». Είναι η εξοικείωση με τη μορφή αλλά και οι μνήμες , οικογενειακές, προσωπικές και πολιτισμικές για το ρόλο της φασουλάδας στη διατροφή, την επιβίωση αλλά και τη συνοχή της οικογένειας. Λιτό μεν έδεσμα, πλούσιο όμως σε πρωτεϊνες, άμυλο και βιταμίνες. Το κρέας των φτωχών.

Αχ φασουλάδα

Τη νοστιμάδα

Των οσπρίων είσαι η αντίκα

Είτε σούπα είτε σαλάτα

Είτε άσπρη ή με ντομάτα

Ξεπερνάς τη μαρμελάδα

Έχεις νάζι , έχεις χάρη

Των φαγιών μαργαριτάρι

Φασουλάδα, φασουλάδα

Το βιβλίο του Φωτιάδη που φέρει  τον υπαινικτικό τίτλο μουσικός περίδρομος είναι μια περιήγηση στην ιστορία της διατροφής, μέσα από τα τραγούδια. Είναι μια αποτύπωση του ήθους του λαϊκού πολιτισμού, όπως ανιχνεύεται στα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια. Αποδεικνύει τη βαθύτατη και ουσιαστική σχέση του λαϊκού ανθρώπου με τη φύση, με το περιβάλλον του που αποτελεί αφετηρία έμπνευσης. Τα υλικά για την παρασκευή φαγητού αλλά και τα εδέσματα αποτελούν πηγή έμπνευσης για τη συμβολική έκφραση των προτύπων ομορφιάς.

 

Είσ’ αφράτη σα φρατζόλα, σαν το χάσικο ψωμί

Όποιος σε κοιτάζει εσένα , τόνε ζώνουν οι καημοί

….

Σαν θυμούμαι , βρε μικρό μου, τη γλυκιά σου ευωδιά

Θέλω πάλι στο πλευρό μου, να σε νιώσω μια βραδιά

 

Άσπρη, κάτασπρη κοπέλα, τον καημό σου δε βαστώ,

μες στο σπίτι ξαναέλα, έλα και δεν νταγιαντώ

 

 

Στο τραγούδι αυτό συνυπάρχουν δυο συγκεκριμένα  γνωρίσματα του λαϊκού προτύπου ομορφιάς. Είναι η λευκότητα αλλά και η καμπυλότητα. Το άσπρο γοητεύει τη λαϊκή φαντασία που όταν συνδυάζεται με τη φραντζόλα-συχνά η φαντασίωση πολλών ανθρώπων παλαιότερα-, παράγει εντυπωσιακά αισθητικά αποτελέσματα υποδαυλίζοντας την ανθρωποφαγική τάση που είναι τακτική στην ερωτική διαδικασία.

Η ομορφιά και η ερωτική συμπεριφορά αναπαριστάται με όρους διατροφικούς αλλά και με τη δύναμη της μεταφοράς που έχουν τα υλικά. Μάτια σαν τα κάστανα

μ’ έβαλαν στα βάσανα, τραγουδά ο ερωτευμένος. Το κάστανο, με τη στιλπνάδα του αλλά και τη μορφή του κύκλου, γίνεται το σύμβολο των ιδεατών ματιών στη γυναικεία ομορφιά.

Εξάλλου το τραγούδι ο γιαουρτάς   αποδεικνύει τη βαθιά γνώση του λαϊκού δημιουργού για τη πολυδιάστατη συμβολική έκφραση και λειτουργία του γιαουρτιού. Πρόκειται για ένα απλό έδεσμα, που ωστόσο η κοινωνική παρατηρητικότητα το αναδεικνύει σε πολυφωνικό μέσο έκφρασης.

Όλες με φωνάζουνε

Με κρυφοκοιτάζουνε

Η νια θέλει φρεσκότατο

Κι η χήρα νοστιμότατο

Ο Λέλος το χωριάτικο

Κι ο γέρος το μπαγιάτικο

Κι η ζωντοχήρα που πονά

Λαχτάρα έχει στα ξινά

Κι οι ελεύθερες ορθά κοφτά

Αντί γιαούρτι γιαουρτά

 

Γιαούρτι έχω μάνα μου

Ομορφονιά σουλτάνα  μου

Λίγο να δοκιμάσεις

Και τότε καθημερινώς

Θα έρχεσαι μικρούλα μου

Πότε να αδειάζεις τον κεσέ

Και πότε την τσεπούλα μου

 

Ο στιχουργός του τραγουδιού συνδέει ένα προϊόν της διατροφικής αλυσίδας, ιδίως των φτωχότερων, σε αφηγηματικό μοτίβο για την πολλαπλή ανάγνωσή του σε σχέση με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική κατάσταση, την ερωτική διάθεση. Έτσι, με μαεστρία ο λαϊκός δημιουργός κινείται με άνεση σε πολλαπλά επίπεδα αποκαλύπτοντας τη βαθιά γνώση της ψυχολογίας , καθώς και των αντιλήψεων ηλικιών, κοινωνικών φύλων και τάξεων.

Το φαγητό αλλά και οι ρόλοι στην Παρασκευή και προσφορά του φαγητού αναδεικνύουν την έμφυλη διάσταση αυτής της διαδικασίας, στα όρια της οποίας συγκρούονται οι παραδοσιακές αντιλήψεις με τις αντιρρητικές. Η γυναίκα μαγείρισσα είναι ένας παραδοσιακός ρόλος, που μαγνητίζει πολλούς τάξεις, καθώς θεωρούν πως αποτελεί την κατάλληλη βάση για έναν πετυχημένο, γι’ αυτούς γάμο. Αυτό συμβαίνει και στο τραγούδι.

Όταν περνώ για να σε δω, αχ , πώς με βασανίζεις

Έχεις κεφτέδες στη φωτιά

Αχ, Κατερίνα μου γλυκιά,

Και γλυκοτηγανίζεις

 

Σ’ αυτή την περίπτωση η ιδιότητα της μαγείρισσας αποτελεί την αφόρμηση για τον τίμιο και εργαζόμενο νέο που θέλει να στήσει ένα σπιτικό, όπου η μαγειρική και ο έρωτας θα είναι οι άξονες μιας ευτυχισμένης ζωής.

 

Αχ, αχ εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω, τζιβαέρι μου

Πες της μάνας; Σου πως θέλω

Αμάν αμάν αχ, να σε κάνω ταίρι μου

 

Αχ , αχ θα σου χτίσω ένα σπίτι, γύρω με σκαλώματα

Ν’ανεβαίνεις να μου κάνεις

Αμάν αμάν αχ, σκέρτσα και καμώματα

 

Θα μου τηγανίζεις ψάρια με παντζάρια  σκορδαλιά

θα γλεντούμ’ όλα τα βράδια

αμαν αμάν αχ, με ρετσίνα και φιλιά

 

Σ’ αυτή την αναπαράσταση των παραδοσιακών σχέσεων αντιπαρατίθεται μια άλλη ζωή, που , για εκείνη την εποχή, ήταν οικεία στον κύκλο όσων βρίσκονται στα κράσπεδα των αποδεκτών κοινωνικών προτύπων. Ο άντρας αυτής της ομάδας γνωρίζει πολύ καλά πως το ερωτικό παιχνίδι  είναι ρευστό . Έχει καλές προθέσεις κουβαλώντας συστατικά διατροφικά υλικά της λαϊκής ζωής(Μαζί μου θα’χω παστουρμά, ούζο, κρασί και μπαγλαμά). Ωστόσο, δεν θα ανεχτεί καμιά παρασπονδία

(Κι αν έχεις άλλον σεβνταλή, κανένα μόρτη μπελαλή….). Είναι ο τύπος του μάγκα, που αποτυπώθηκε και στην ταινία ΣΤΕΛΛΑ του Κακογιάννη. Είναι το ίδιο πρόβλημα.

 

Είσαι μια κότα παρδαλή

Μια κότα φαντασμένη

Και για την ξένη τη φωλιά

Ψοφάς ξεμυαλισμένη

 

Πότε αλλιώς και πότε έτσι

Βρίσκω άδειο το κοτέτσι

Πήραν τα μυαλά σου αέρα

Και μου σήκωσες παντιέρα

 

Θα σου κόψω τα φτερά

Με μια ψαλίδα τόση

Άμα δεν κάτσεις φρόνιμα

Κι άμα δεν βάλεις γνώση

 

Αυτά τα ξεπορτίσματα

Δεν θα βγουν σε καλό σου

Αλλού τα κακαρίσματα

Κι αλλού  γεννάς τ’ αυγό σου

 

Αυτή η μαγκιά συχνά γίνεται οργή εναντίον της γυναίκας. Ωστόσο, κάποιες φορές αποτελεί αφορμή για γελοιοποίηση της καυχησιολογίας.Το υπερφίαλο αρσενικό που διαφημίζει τις επιτυχίες του(Είμαι κόκορας κεφάτος ζωηρός και κοτσονάτος)

αποδομείται από τον εξωτερικό παρατηρητή του τραγουδιού

 

Χτίζεις κόκορα παλάτια

με τη σκέψη με τα μάτια

Αν κρατάνε τα φτερά σου

τότε κούνα την ουρά σου

 

Πέρα απ’ αυτά, στα τραγούδια αυτά αναδεικνύεται η γυναίκα του κύκλου αυτού. Είναι ανεξάρτητη, με αίσθηση της θηλυκότητάς της που τη χρησιμοποιεί ως όπλο επαγγελματικής επιτυχίας.

 

Η πιο καλή γκαρσόνα είμαι εγώ

γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ

………….

Κι όταν αρχίζω τις γλυκιές ματιές

Τότε μεθάνε όλοι δυο φορές

 

Ακόμη, είναι επιθετική. Γίνεται κυνηγός ανατρέποντας τα παραδοσιακά στερεότυπα στο ερωτικό παιχνίδι

Η Βαρβάρα κάθε βράδυ

Στη Γλυφάδα ξενυχτάει

Και ψαρεύει τα λαβράκια

Κεφαλόπουλα μαυράκια

 

Το καλάμι της στο χέρι

Κι όλη νύχτα στο καρτέρα

Και ψαρεύει τα λαβράκια

Κεφαλόπουλα μαυράκια

 

Ένας κέφαλος βαρβάτος

Όμορφος και κοτσονάτος

Της Βαρβάρας το τσιμπάει

Το καλάμι της κουνάει

 

Είναι φιλήδονη και αντισυμβατική

 

Εγώ με όλους παίζω κόρτε και γελώ

Κι έτσι περνάω τον ωραίο μου καιρό

Με μια ματιά μου μένουν όλοι σαν χαζοί

Ξοδεύουν χρήμα για ένα μου φιλί

 

Αχ μπαρμπουνάρα μου, νέοι γέροι ψιθυρίζουν

Τα μαύρα μάτια σου την καρδιά ραγίζουν

 

Έχω μανία ν’ανεβαίνω στα auto

Μα η τρέλα μου είναι το τιμόνι να κρατώ

Έτσι μ’ αρέσει να γλεντάω τη ζωή

Δε δίνω διάρα ο κοσμάκης τι θα πει

 

Αδιαφορεί για τον παραδοσιακό της ρόλο εγκαταλείποντας τη συζυγική στέγη σέρνοντας τον άντρα της από τη μύτη.

 

 

Ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα της προπολεμικής περιόδου απεικονίζουν μια ν ελευθεριότητα στις ερωτικές σχέσεις, με ανατροπή των ρόλων και πρωτίστως με έναν πανηδονισμό που εδράζεται στη συνειδητοποίηση πως η ζωή είναι σύντομη.

 

Βάλε να τα πιούμε

Τώρα που γλεντούμε τον ντουνιά τον ψεύτη

Μια φορά τον ζούμε

 

Είναι μια οπτική όπου αυτό που οργανώνει τη ζωή δεν είναι τα πλούτη και οι ανέσεις. Η μόνη τους έγνοια σ’ αυτά τα τραγούδια είναι η ηδονή από την αίσθηση πως τα μέλη της ομάδας ζουν, πίνουν κρασί, ερωτεύονται. Και όλα αυτά πλαισιωμένα από έναν λιτό βίο όπως εκφράζεται από τους λιτούς μεζέδες.

 

 

Δείτε Επίσης

Ο τερματοφύλακας Γ.Αλευράς ,θυμάται εικόνες από το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο στα Γιάννενα και άλλες ιστορίες….

  Από:Γιώργος Γκόντζος([email protected])— “Εγώ  ξεκίνησα να πηγαίνω γήπεδο  το 1953….Ήμουν 7 χρόνων και μια μέρα ...

0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments