Από:Γιώργος Γκόντζος–Το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ιωαννιτών παρουσιάζει, την Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016 και ώρα 8,30 μ.μ., στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δημήτρης Χατζής», εκδήλωση με θέμα Ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία.
Πρόκειται για μια συζήτηση των Μωυσή Ελισάφ, Καθηγητή Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καιΝίκου Αλιβιζάτου, Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου τουΆρθουρ Καίσλερ, Το μηδέν και το άπειρο (Μετάφραση Ανδρέας Παππάς, Εκδόσεις Πατάκη) και την έκδοση του βιβλίου του Νίκου Αλιβιζάτου, Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι. Πολιτικοί, διανοούμενοι και η πρόκληση της εξουσίας (Εκδόσεις Πόλις).
Άρθουρ Καίσλερ, Το μηδέν και το άπειρο
O σύντροφος Ρουμπάσοφ, μέλος της ιστορικής ηγεσίας του Κόμματος και πρώην λαϊκός επίτροπος, καταλήγει μια νύχτα στη φυλακή. Πολιτικός κρατούμενος με την κατηγορία της προδοσίας, πιθανότερη μοίρα του είναι η εκτέλεση ή, στην γλώσσα του Κόμματος, η «εκκαθάριση». Περιμένοντας στο κελί του την εξέλιξη της υπόθεσής του, μεταξύ ανακρίσεων και εκβιασμών για απόσπαση ομολογίας, μεταξύ της ανάγκης για τσιγάρο και ενός επίμονου πονόδοντου, μεταξύ εφιαλτικών ονείρων και ενοχικών αναστοχασμών, ανατρέχει στην διαδρομή του στο Κόμμα, θυμάται τα στελέχη αλλά και τα απλά μέλη που συνάντησε, φιλοσοφεί για την ιδεολογία της Επανάστασης και τις πρακτικές του Κόμματος και προσπαθεί να προσδιορίσει τη δική του ευθύνη απέναντι στην ανθρωπότητα και στην Ιστορία.
Ο Ούγγρος συγγραφέας Άρθουρ Καίσλερ (1905-1983) έγραψε το μυθιστόρημά του στην Γαλλία στα 1938-1940. Γιος Εβραίου ιδιοκτήτη μικρής σαπωνοποιίας, ο Καίσλερ γεννήθηκε στην Βουδαπέστη, σπούδασε στην Βιέννη, ασπάστηκε τον σιωνισμό, έζησε για κάποιο διάστημα στην Παλαιστίνη εργαζόμενος ως ανταποκριτής γερμανικών εφημερίδων και το 1931 εντάχθηκε στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1932 επισκέφθηκε το Τουρκμενιστάν καταγράφοντας τις συνθήκες ζωής στην Κεντρική Ασία και το 1936 και το 1937 ταξίδεψε στην Ισπανία για λογαριασμό της Κομιντέρν. Συνελήφθη από το καθεστώς του Φράνκο, φυλακίστηκε και γλίτωσε την εκτέλεση την τελευταία στιγμή. Μετά την απελευθέρωσή του, στη Γαλλία πλέον, αρχίζει να γράφει, στα γερμανικά, το μυθιστόρημα Sonnenfinsternis, στο οποίο η απογοήτευσή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα και οι εμπειρίες του από τις φυλακές του Φράνκο μεταπλάθονται σε μια αφήγηση που ασκεί κριτική στην πολιτική του Στάλιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Είχαν μεσολαβήσει οι εκτελέσεις χιλιάδων παλαιών μπολσεβίκων μετά τις προσχηματικές δίκες της Μόσχας και η υπογραφή από τον Χίτλερ και τον Στάλιν του γερμανοσοβιετικού συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, που διαμέλιζε την Πολωνία μεταξύ των δύο δυνάμεων και καθήλωνε την ΕΣΣΔ σε εγκληματική ουδετερότητα ενώ ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη. Ο Καίσλερ, που είχε εγκαταλείψει το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1938, είναι απαυδισμένος από όλα αυτά. Το μυθιστόρημα, που αποτυπώνει αυτή την ματαίωση, μεταφράζει στα αγγλικά η σύντροφός του, γλύπτρια, Δάφνη Χάρντι.
Τον Μάιο του 1940, λίγο πριν από την γερμανική εισβολή στο Παρίσι, η Χάρντι αναχωρεί για την Βρετανία παίρνοντας μαζί της τα χειρόγραφα. Μια εσφαλμένη πληροφόρηση αναφέρει ότι το πλοίο που την μετέφερε βυθίστηκε και μαζί της χάθηκαν τα χειρόγραφα και ακούγεται κάτι για μια απόπειρα αυτοκτονίας του Καίσλερ. Αργότερα, σώος και ο ίδιος στη Βρετανία, βλέπει την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματός του, στα τέλη του 1940, με τον τίτλο Darkness at Noon (Σκοτάδι στο μεσημέρι). Το βιβλίο γνωρίζει γρήγορα μεγάλη επιτυχία. Το 1945 μεταφράζεται στα γαλλικά με τον τίτλο Le zéro et l’infini (Το μηδέν και το άπειρο), τίτλο με τον οποίο καθιερώθηκε το έργο και στα ελληνικά.
Ο Καίσλερ αυτοκτόνησε στο Λονδίνο, τον Μάρτιο του 1983, σε ηλικία 78 ετών. Έπασχε από την νόσο του Πάρκινσον και από καρκίνο και δεν ήθελε να υποστεί την απώλεια της σωματικής και πνευματικής αυτάρκειας που συνεπαγόταν η επιδείνωση της υγείας του. Μαζί του αυτοκτόνησε η πολύ νεαρότερη τρίτη σύζυγός του, η οποία, όπως δήλωνε στο σημείωμα που άφησε, δεν άντεχε στη σκέψη της ζωής χωρίς εκείνον.
Νίκος Αλιβιζάτος, Πραγματιστές, δημαγωγοί και ονειροπόλοι.
Πολιτικοί, διανοούμενοι και η πρόκληση της εξουσίας
Ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρει για το βιβλίο του:
«Από την ανεξαρτησία ως τις μέρες μας, τι υποστήριξαν οι πολιτικοί μας για την πολιτεία, το πολίτευμα και τα δικαιώματα του ανθρώπου, και πώς σχολίασαν τις απόψεις τους οι διανοούμενοι; 17 και 16 προσωπογραφίες αντίστοιχα, με τις προσθήκες ενός συνταγματολόγου, που τον συναρπάζει η πολιτική και η ιστορία.
Οι πολιτικοί…
Ιωάννης Καποδίστριας, Χαρίλαος Τρικούπης, Γεώργιος Α’, Ελευθέριος Βενιζέλος, Γεώργιος Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Στέφανος Μάνος, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης, Παντελής Πουλιόπουλος, Ηλίας Ηλιού, Μίκης Θεοδωράκης, Κώστας Φιλίνης, Λεωνίδας Κύρκος, Αλέξης Τσίπρας.
… και οι διανοούμενοι
Ν.Ν. Σαρίπολος, Γιώργος Θεοτοκάς, Ρόδης Ρούφος, Φαίδων Βεγλερής, Αριστόβουλος Μάνεσης, Γιώργος Κουμάντος, Λέων Καραπαναγιώτης, Αλέξανδρος Σβώλος, Δημήτρης Τσάτσος, Τάσος Γιαννίτσης, Αλέξης Δημαράς, Νίκος Θέμελης, Νίκος Πουλαντζάς, Νίκος Σβορώνος, Mισέλ Μιάϊγ, Άννα Φραγκουδάκη.
Ως αυτόπτης μάρτυρας και κατά καιρούς ως συμμέτοχος στις πολιτικές εξελίξεις μας από τη Μεταπολίτευση ως σήμερα, μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να διαπιστώσω πόσο αμφίθυμη είναι η σχέση των περισσότερων πολιτικών μας με το Σύνταγμα, το δίκαιο και τους θεσμούς. Σχέση αγάπης όσο βρίσκονται μακριά από την εξουσία και σχέση μίσους από τη στιγμή που την κατακτούν.
Με κριτήριο λοιπόν τη στάση τους απέναντι στους θεσμούς, κατέταξα τους «προσωπογραφούμενους» πολιτικούς «μου» σε τρεις κατηγορίες: τους πραγματιστές, τους δημαγωγούς και τους ονειροπόλους. Στον αναγνώστη ανήκει να αποφανθεί ποιος από τους τρεις αυτούς χαρακτηρισμούς ταιριάζει περισσότερο σε κάθε «προσωπογραφούμενο». Από τη σκοπιά μου, κατέταξα τους μελετώμενους πολιτικούς με κριτήριο τον φιλοσοφικοπολιτικό προσανατολισμό τους σε μιαν από τις τρεις μεγάλες ιδεολογικές παραδόσεις της νεότερης και της σύγχρονης Ελλάδας: την αστική, τη σοσιαλδημοκρατική και την κομμουνιστική.
Καθεμιά από τις τρεις αυτές παραδόσεις είχε βέβαια και τους διανοουμένους της, οι οποίοι, όχι μόνο στοχάστηκαν την εξουσία, αλλά πολλές φορές «παθιάστηκαν» γι’ αυτήν. Για τους περισσότερους από αυτούς -κατ’ επάγγελμα δημοσιολόγους και όχι μόνον- η τιθάσευσή της ήταν αντικείμενο της επιστήμης τους. Για άλλους πάλι ήταν μια πρόκληση με την οποία, θέλοντας και αυτοί να συμμετάσχουν στα κοινά, δεν απέφυγαν να αναμετρηθούν. Η τοποθέτησή τους σε αυτό το βιβλίο δίπλα στους πολιτικούς με τους οποίους προ πάντων διαλέχθηκαν νομίζω ότι συμπληρώνει την εικόνα, δίνοντας το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν και οι μεν και οι δε.
Τα πορτραίτα αμφοτέρων τα συνόδευσα με κάποια δικά μου παλαιότερα κείμενα, στα οποία, με αφορμή διάφορα περιστατικά, μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω από την ειδικότερη σκοπιά του κλάδου μου παρεμφερή ζητήματα».