Από: Γιώργος Γκόντζος([email protected])–Η ομιλία της φιλολόγου Αικατερίνης Στύλογλου, η οποία παρουσίασε μέρος της μεταπτυχιακής της διατριβής, σχετικά με την έλευση και ενσωμάτωση των προσφύγων της Μικράς Ασίας στην ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων και ανέλυσε πτυχές άγνωστες μέχρι σήμερα, με μια μεστή και περιεκτική τοποθέτηση, στην εκδήλωση του του Πολιτιστικού Συλλόγου «ΠΗΓΑΣΟΣ», υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Ηπείρου, με τίτλο «Μικρασιάτες και Πόντιοι των Ιωαννίνων».Η εκδήλωση είχε διττό σκοπό, αφενός μεν να καταδείξει, με αφορμή τα εκατόχρονα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την παρουσία των ξεριζωμένων Μικρασιατών στην περιοχή μας, αφετέρου δε να τιμήσει ένα άξιο τέκνο της Μικρασιατικής γης, τον εκλιπόντα εξαιρετικό ουμανιστή γιατρό και θαυμάσιο άνθρωπο, τον Νίκο Ακριτίδη.
(Ηχητικό ΕΔΩ).
Το κείμενο της ομιλίας .
Ένας αιώνας συμπληρώνεται φέτος από την πιο τραγική ίσως στιγμή της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Η Μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη άνω του ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στο ελληνικό κράτος στιγμάτισε και καθόρισε τη φυσιογνωμία και την πορεία του μέσα σε αυτά τα 100 χρόνια.
Έναν αιώνα μετά την επανάσταση του 1821 και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, οριστικοποιούνται τα σύνορα του ελληνικού κράτους κι επιτυγχάνεται η εθνολογική ομοιογένειά του. Από την ίδρυση όμως του ελληνικού εθνικού κράτους, στο νότιο τμήμα της ελληνικής χερσονήσου, και επί σχεδόν ένα αιώνα, η χώρα δεχόταν πρόσφυγες από τις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές.
Η μετακίνηση πληθυσμών από και προς την Ελλάδα υπήρξε παράγοντας καθοριστικής σημασίας για την ελληνική κοινωνία και την πολιτεία. Προσφυγικά ρεύματα έχουμε ήδη από τον 19ο αιώνα. Μετά τη λήξη του αγώνα της ανεξαρτησίας, το νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος δέχονταν περιοδικά κύματα προσφύγων από τις αλύτρωτες ελληνικές περιοχές ύστερα από κάθε αποτυχημένη εξέγερση σ’ αυτές. Ο αριθμός των προσφύγων τότε δεν ήταν πολύ μεγάλος. Αντίθετα, τον 20ο αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τις πρώτες δεκαετίες του, εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων, των εθνικιστικών διενέξεων και του ανταγωνισμού μεταξύ των βαλκανικών χωρών, τα κύματα των προσφύγων ήταν συχνότερα και πολυαριθμότερα. Το φαινόμενο αυτό κορυφώθηκε με τον εκπατρισμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης το 1922.
Ο αριθμός των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλος για τις πενιχρές δυνατότητες της Ελλάδας, η οποία βγήκε από έναν πόλεμο όχι μόνο εθνικά ταπεινωμένη αλλά και οικονομικά αιμορραγούσα. Η Σύμβαση της Λωζάνης ( 30 Ιανουαρίου 1923) ρύθμιζε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η υπογραφή της προκάλεσε την έντονη αντίδραση των προσφύγων οι οποίοι όμως άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η μετακίνησή τους στην Ελλάδα δεν ήταν προσωρινή αλλά μόνιμη και πλέον στόχος τους ήταν η βελτίωση των συνθηκών ζωής τους και η ενσωμάτωσή τους στη νέα πατρίδα.
Αυτό επιτάχυνε τους ρυθμούς της ενσωμάτωσης και ταυτόχρονα κατέστησε επιτακτική την ανάγκη να ληφθεί η απαραίτητη από το κράτος μέριμνα γι’ αυτούς.
Συνολικά έφτασαν στην Ελλάδα πάνω από 1.200.000 πρόσφυγες. Επίσημη καταγραφή του αριθμού τους είναι δύσκολη, αφού πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσης και των επιδημιών.
Η Ήπειρος, αν και δε δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων, δυσκολεύτηκε να τους απορροφήσει. Βασική αιτία ήταν η έλλειψη κατάλληλων υποδομών. Έφτασαν 1390 οικογένειες προσφύγων στο πλαίσιο της αγροτικής αποκατάστασης. Ο αριθμός είναι πολύ μικρός συγκριτικά με τη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που προτιμήθηκαν τόσο από τους ίδιους τους πρόσφυγες, όσο και από τις αρμόδιες επιτροπές για την αποκατάσταση των προσφύγων.
Αρχικά το κράτος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τις πρώτες ανάγκες τους με όσα μέσα διέθετε. Σ’ αυτό συνέβαλε και η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα. Διάφοροι οργανισμοί συστάθηκαν με στόχο τη διευκόλυνση των προσφύγων, μεταξύ αυτών το Υπουργείο Περιθάλψεως και το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων. Αναγέρθηκαν παραπήγματα, καλύβες ενώ δεν έμεινε στεγασμένος χώρος να μη χρησιμοποιήθηκε για τη στέγασή τους. Οργανώθηκαν συσσίτια, έγιναν έρανοι και έγινε προσπάθεια να διανέμεται καθημερινά ψωμί, είδη ρουχισμού και είδη πρώτης ανάγκης.
3800 εγκαταστάθηκαν στον νομό, εξ αυτών 1200 στην πόλη των Ιωαννίνων. Τον Μάιο του 1923 σε αυτούς έρχονται να προστεθούν 5905 νέοι πρόσφυγες, κατ’ αποκλειστικότητα στον νομό. Από αυτούς 2755 εγκαθίστανται στην περιφέρεια της πόλης των Ιωαννίνων. Τα προσφυγικά χωριά που δημιουργήθηκαν γύρω από τα Γιάννενα είναι τέσσερα: Η Ανατολή, η Μπάφρα, η Νεοκαισάρεια και η Ασφάκα.
Στόχος της ΕΑΠ και του κράτους ήταν να προσφέρουν στους πρόσφυγες δυνατότητα να δημιουργήσουν μονάδες αυτόνομες οικονομικά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Η γεωργία ήταν η κύρια απασχόληση στην αγροτική αποκατάσταση. Στα Γιάννενα, η Γενική Διοίκηση Ηπείρου, η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων Ιωαννίνων και ο Ερυθρός Σταυρός αναλαμβάνουν να περιθάλψουν και να αποκαταστήσουν προσωρινά τους πρόσφυγες (περίθαλψη, απολύμανση, εμβολιασμός).
Μόλις φτάνουν οι πρόσφυγες στα Ιωάννινα γίνεται η εγγραφή τους στο Μητρώο για την απόκτηση προσφυγικών δικαιωμάτων. Παράλληλα έπρεπε να ζητήσουν με αίτησή τους την εγγραφή τους στο Δημοτολόγιο επισυνάπτοντας πιστοποιητικό της αρμόδιας επιτροπής πολιτογράφησης των προσφύγων. Στην είσοδο της πόλης λειτουργούσε απολυμαντήριο προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια υγιεινή.
Στους νεοαφιχθέντες διανέμονταν άλευρα και γάλα, ενώ οργανώθηκαν και συσσίτια. Τα τρόφιμα όμως δεν επαρκούσαν κι αυτό προκάλεσε εντάσεις και δυσφορία, κυρίως με την αρτοδοσία. Σημαντική είναι η συμβολή του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού που είχε αναλάβει την αποστολή αλευριού για τη σίτισή τους. Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός συνέδραμε σημαντικά κατά το πρώτο εννεάμηνο, μετά την άφιξη των προσφύγων, παρέχοντας τρόφιμα, ρούχα και ιατρικές προμήθειες για την αντιμετώπιση των πρώτων αναγκών (έδρασε μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 1923).
Σε εγκύκλιο στις 23 Νοεμβρίου 1922, ο αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Ηπείρου, Β. Σβολόπουλος, καλεί τους Ηπειρώτες να βοηθήσουν στο δύσκολο έργο της συντήρησης των προσφύγων. Κατέφυγον ήδη εις το ελεύθερον κράτος εν αθλία καταστάσει εμπνεούση βαθύτατα τον οίκτον, και συγκινούση πάσαν ανθρωπίνην καρδίαν…. Ελπίζομεν ότι αι πατροπαράδοται ελληνικαί αρεταί της φιλοξενίας και της αλληλεγγύης θα εκδηλωθώσι και εν τη περιστάσει ταύτη. Εν ονόματι των αρετών τούτων καλούνται οι κάτοικοι της Ηπείρου, οίτινες πάντοτε εφάνησαν πρόθυμοι εις τας εθνικάς θυσίας, να δεχθώσι φιλοφρόνως τους ερχόμενους πρόσφυγες και να προσφέρωσι ενδύματα και όσας δύνανται χρηματικάς συνδρομάς εις τας Επιτροπάς Εράνων αίτινες συνεστήθησαν υπό των Νομαρχιών και Υποδιοικήσεων».
Μέχρι τη δημιουργία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, μια σειρά επιτροπών, που συγκροτήθηκαν με την άφιξη των προσφύγων στα Ιωάννινα, με διεξαγωγή εράνων ή λαχειοφόρων αγορών συγκέντρωναν χρήματα προκειμένου να βοηθήσουν στο έργο της εγκατάστασης και του επισιτισμού. Τέτοιες επιτροπές είναι η Αδελφότης των Ελληνίδων Κυριών «Η Ζωοδόχος Πηγή», το Σωματείο Κυριών «Η αδελφή του Στρατιώτου», το Τμήμα Κυριών του «εν Ιωαννίνοις Παραρτήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού», η επιτροπή «Εράνων υπέρ των Προσφύγων», ο Ηπειρωτικός Αλληλοβοηθητικός Σύνδεσμος «Ο Πύρρος» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Έρανο διεξήγαγε και η διδασκαλική κοινότητα Ζαγορίου η οποία συγκέντρωσε το αξιόλογο και διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 1.190,20 δραχμών.
Οι πρόσφυγες έζησαν για δύο χρόνια περίπου σε χάνια και τουρκικά σπίτια στα Ιωάννινα, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών, σε δημόσια κτίρια, όπως σχολεία, στο Κάστρο, σε Τζαμιά, στο Νησί κ.α. Οι χώροι που φιλοξενούνταν οι πρόσφυγες με την άφιξή τους ήταν ανεπαρκείς, καθώς μέσα σε ένα μικρό χώρο αναγκάζονταν να συνυπάρχουν πολλά άτομα. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και νοσούντες (αρκετοί είχαν έρθει από Πρέβεζα πάσχοντας από ελονοσία). Κάτι τέτοιο αποτελούσε μέγιστο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και γι’ αυτό κρίθηκε αναγκαία η άμεση παρέμβαση της Κεντρικής Διοίκησης, προκειμένου να εξευρεθούν και να επιταχθούν οικήματα με σκοπό την αποσυμφόρηση των ήδη υπαρχόντων.
Η μόνιμη εγκατάστασή τους έγινε κυρίως στα περίχωρα των Ιωαννίνων. Δεν υπάρχει χωριό στον νομό που να μην έχει τουλάχιστον έναν πρόσφυγα .Στην πλειοψηφία τους αποκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές του νομού.
Τα Γιάννενα δεν είχαν συμπληρώσει ούτε μια δεκαετία που είχαν απελευθερωθεί από τους Τούρκους. Ήταν μια περιοχή αποκλεισμένη από παντού (δεν υπήρχαν οι σύγχρονοι οδικοί άξονες που υπάρχουν σήμερα), δύσκολα προσβάσιμη, μια κοινωνία αγροτική, με πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, μια κοινωνία εν τέλει που προσπαθούσε και η ίδια να αποκτήσει τη δική της θέση στο νεοελληνικό κράτος.
Η άφιξη των προσφύγων καθιστά αναγκαία την απαλλοτρίωση γης και στην Ήπειρο. Το γεγονός αυτό και μόνο αποτέλεσε αιτία σύγκρουσης μεταξύ ντόπιων αγροτών και προσφύγων. Οι αγρότες έβλεπαν τους πρόσφυγες ως απειλή που τους εμπόδιζε να αποκτήσουν την πολυπόθητη ιδιοκτησία γης, ενώ οι νομάδες κτηνοτρόφοι ένιωθαν να χάνουν τη δυνατότητα μόνιμης αποκατάστασης στις αγροτικές εκτάσεις, που χρησιμοποιούσαν ως τόπους βοσκής με ενοικιοστάσιο.
Η παρουσία των Μικρασιατών αποτέλεσε ανατρεπτικό παράγοντα για την υπάρχουσα τάξη, μεταβάλλοντας ουσιαστικά πολλά από τα δεδομένα της κοινωνίας.
Είναι πραγματικότητα το γεγονός ότι η μετακίνηση πληθυσμών, μικρή ή μεγάλη, δημιουργεί αναστατώσεις. Η εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία σε όλη την Ελλάδα ήταν ένα πρωτοφανές για τη χώρα γεγονός, το οποίο τόσο από την πλευρά του οργανωμένου Κράτους, όσο κι από τους πρόσφυγες θα μπορούσαμε να πούμε ότι έγινε βεβιασμένα, αναμενόμενο λόγω των συνθηκών.
Η δυσανάλογη αύξηση της ζήτησης εργασίας σε σχέση με την αντίστοιχη προσφορά τόσο για τους πρόσφυγες όσο και για τους ντόπιους αύξησε τα ποσοστά ανεργίας. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών και το γεγονός ότι ένα τμήμα του πληθυσμού δεν είχε ενταχθεί στο οικονομικό και κοινωνικό γίγνεσθαι του τόπου είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει έντονα κλίμα δυσφορίας προς τους νεοφερμένους.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η προσφορά των γυναικών, οι οποίες υπερτερούσαν αριθμητικά των ανδρών. Η εργασία τους περιλαμβάνει όχι μόνο τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών, αλλά και εργασία έξω από το σπίτι στα χωράφια, παρέα με τους άνδρες, ή και στον επαγγελματικό στίβο ως ράφτρες, υφάντριες ή πλύστρες. Η ζωή τους και οι συνήθειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των Ηπειρωτών γυναικών, οι οποίες ζούσαν σε μια κλειστή κοινωνία με έναν ιδιαίτερα αυστηρό ηθικό και κοινωνικό κώδικα.
Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στην περιοχή των Ιωαννίνων προέρχονταν από τη Ντούζτσε, την Τοκάτη, τη Σαφράμπολη, τη Σαμψούντα, τη Φάτσα, το Πουλαντζάκ, την Αργυρούπολη, την Πάφρα, την περιφέρεια της Καισάρειας και ειδικότερα από τα χωριά Τσατ, Τασλίκ, Ρουμκαβάκ, Ζίλε και Καρατζορέν. Οι κάτοικοι της Μπάφρας και της Νεοκαισάρειας κατοικούσαν στη Λυκαονία, την Καππαδοκία και σε τμήμα της Γαλατίας. Ιδιαίτερα στην Καππαδοκία παρά την ύπαρξη ελληνόφωνων κοινοτήτων στην περιοχή πλειοψηφούσαν οι τουρκόφωνες ελληνορθόδοξες κοινότητες. Στην Μπάφρα επίσης εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από την Πάφρα του Πόντου.
Η κοινότητα της Ανατολής ιδρύθηκε από Πόντιους που ήρθαν γενικότερα από την ευρύτερη περιοχή του παραλιακού και νότιου Πόντου.
Στην Ασφάκα εγκαθίστανται πρόσφυγες από την επαρχία Έρπαα, ενώ στην Κόνιτσα κάτοικοι από το Μιστί και τα Φάρασα.
Οι κοινότητες των προσφύγων προσπάθησαν να διατηρήσουν το κοινοτικό και συλλογικό πνεύμα που κυριαρχούσε στις πατρογονικές εστίες τους, στη Μ.Ασία.
Η ταυτότητα τους καθορίστηκε τόσο από το ότι οι ίδιοι γνώριζαν κι έβλεπαν τη διαφορά με τον ντόπιο πληθυσμό (πολιτισμική, γλωσσική κ.α.) όσο κι από το βίωμα της βίαιης και αναγκαστικής εξόδου από τις εστίες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα πατρογονικά εδάφη. Ο όρος «πρόσφυγας» γι αυτούς απέκτησε θετική σημασία, στοιχείο της ταυτότητας που τους αυτοπροσδιορίζει, αλλά ταυτόχρονα είχε αρνητική-υποτιμητική σημασία για τους αυτόχθονες.
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον νομό Ιωαννίνων, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα επιβίωσης, ήρθαν αμέσως σε επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό. Αυτή άλλωστε υπήρξε και η επιδίωξη του ίδιου του Κράτους. Ειδικά το πρώτο διάστημα, κρίθηκε άκρως απαραίτητη και αναγκαία η συγκατοίκηση γηγενών και προσφύγων. Ταυτόχρονα, για να προασπίσουν το δικαίωμα ύπαρξής τους στον νέο χώρο, οι πρόσφυγες παραμέρισαν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των τόπων καταγωγής τους κατά την αλληλεπίδραση με τους ντόπιους, τονίζοντας την αίσθηση ότι αποτελούν μέλη της ίδιας ομάδας.
Η αντιπαράθεση γηγενών προσφύγων εκφράστηκε σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δράσης, πνευματικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, κοινωνικό, επαγγελματικό κ.α. Η διαφορετικότητα των προσφύγων έθεσε υπό αμφισβήτηση την ελληνικότητά τους ενώ παράλληλα η ανάγκη αποκατάστασής τους έκανε εντονότερες αυτές τις αντιθέσεις καθώς προέκυψαν διαφορές σε οικονομικό επίπεδο λόγω της διανομής των γεωργικών κλήρων.
Στις σχέσεις τους με τους αυτόχθονες κατοίκους, αποδίδουν δύο στοιχεία, ένα θετικό κι ένα αρνητικό. Στο αρνητικό εντάσσεται η αντιδικία με τους ντόπιους λόγω της διανομής της γης, η επιφυλακτικότητα και η συγκρατημένη –ίσως και με εντάσεις κάποιες φορές- στάση τους, ενώ στο θετικό περιλαμβάνεται η αλληλεγγύη και η υποστήριξη που έδειξαν ένα μεγάλο μέρος των γηγενών προς τον ταλαιπωρημένο προσφυγικό πληθυσμό. Η ανημποριά, η εξαθλίωση, ο πόνος δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητους τους κατοίκους των Ιωαννίνων, τόσο της πόλης όσο και των χωριών γύρω από τους οικισμούς. Οι κάτοικοι με προθυμία, αν και οι ίδιοι ζούσαν στην ανέχεια, πρόσφεραν τροφή και ρουχισμό στους νεοφερμένους.
Στην προσέγγιση των δύο ομάδων συνέβαλε η εγγύτητα των χωριών και η από κοινού συμμετοχή των κατοίκων τόσο των προσφυγικών οικισμών όσο και των διπλανών σε αυτούς κοινοτήτων σε εκδηλώσεις, όπως τα πανηγύρια. Μεταξύ τους μάλιστα συνδέθηκαν και με δεσμούς κουμπαριάς. Δεν είναι επίσης σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο προσφυγικός οικισμός αποτελούσε το αγοραστικό κοινό στο οποίο απευθύνονταν οι ντόπιοι «έμποροι», δημιουργώντας έτσι ένα επιπλέον μέσο πολιτισμικής αλληλεπίδρασης.
Οι εργατικότητα των προσφύγων αποτέλεσε ακόμα έναν τομέα προσέγγισης. Αυτοί πολλές φορές αποτέλεσαν το εργατικό (φθηνό) δυναμικό στα χωράφια των κατοίκων της περιοχής.
Η διαφορά μεταξύ τους είχε ως βάση την αντιπαράθεση σε οικονομικό και πολιτισμικό πεδίο. Ο τρόπος ζωής, η μουσική, το φαγητό αποτελούσαν σημεία σύγκρισης.
Οι κοινότητες της Μικράς Ασίας, σε αντίθεση με τις κλειστές κοινωνίες των εγχωρίων, αποτελούσαν κέντρα επαφής, ανταλλαγής, εν τέλει κοινωνικότητας. Στη νέα πατρίδα οι πρόσφυγες «αναπτύσσουν δικούς τους, αυθόρμητους, πηγαίους τρόπους να τροποποιούν το περιβάλλον τους σύμφωνα με τα βιώματα και τις ανάγκες τους». Τόσο οι πρόσφυγες που επέλεξαν την αστική αποκατάσταση, όσο και αυτοί που ακολούθησαν την αγροτική, οργάνωσαν τον κόσμο τους βάσει της διαφορετικότητάς τους από τους ντόπιους.
Για τους ντόπιους οι πρόσφυγες ήταν «καταπατητές», σφετεριστές των περιουσιών τους, αφού η επίταξη σπιτιών και οικημάτων θίγει τα συμφέροντά τους, και ιδίως αυτών που ανήκουν στη μεσαία και ανώτερη οικονομικά τάξη. Η άφιξή τους στα Ιωάννινα οδήγησε στην επίταξη δημοσίων κτιρίων ή και καταλήψεις σπιτιών για την άμεση στέγασή τους.
Η γη που άφησαν οι Τούρκοι ήταν ιδιοκτησία των Γιαννιωτών, κατά τη γνώμη των ντόπιων, αφού οι Οθωμανοί την είχαν πάρει από αυτούς.
Οι αυτόχθονες αναφέρονται υποτιμητικά στους νεοφερμένους. Χαρακτηρισμοί όπως «τουρκόσποροι», «λεφούσια», «αούτηδες» αποδίδονται στους πρόσφυγες, εντείνοντας και τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη μεταξύ τους αντίθεση.
Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που χαρακτηρίζονται ξένοι, αφού μάλιστα πολλοί από αυτούς δεν μιλούσαν ελληνικά. Αυτό το γεγονός από μόνο του οδήγησε πολλούς στο να αμφισβητήσουν την ελληνικότητα και την ελληνική συνείδηση των προσφύγων. Οι τουρκόφωνοι αντιμετώπισαν περισσότερα προβλήματα, καθώς τα ελληνικά τούς ήταν άγνωστα και για τους Ηπειρώτες το άκουσμα τουρκικών σε συνδυασμό με την πρόσφατη απελευθέρωση τους και την εξ Ανατολών προέλευση των προσφύγων, προκαλούσε αντιπάθεια. Όμως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δε ήταν λιγότερο Έλληνες, «απλά» κάποτε οι σκλαβωτές τούς υποχρέωσαν να επιλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την πίστη. Και αυτοί επέλεξαν την Πίστη! Δεν υστερούσαν σε εθνικό φρόνημα και πατριωτισμό από τους υπόλοιπους Έλληνες, κι ας τους αποκαλούσαν «Τούρκους». Και το απέδειξαν λίγα χρόνια αργότερα, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, την γερμανική κατοχή κλπ.
Η ενδογαμία, η διατήρηση των πολιτισμικών καταβολών και προτύπων στους χώρους που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες κατά τα πρώτα χρόνια αποτέλεσαν μια πάγια τακτική τους και ταυτόχρονα στοιχείο που αποδεικνύει τη διαφορετικότητα με τους ντόπιους. Επιπλέον, με τη συσπείρωσή τους σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, προσπάθησαν να αποφύγουν την πολιτισμική τους αφομοίωση από τους γηγενείς.
Βοσκοί από τα γύρω χωριά πολλές φορές εργάζονταν στα κοπάδια των προσφύγων ή νοίκιαζαν χωράφια από την προσφυγική κοινότητα για τις δικές τους ανάγκες. Οι ομάδες των ντόπιων βοσκών προσπάθησαν να ενσωματωθούν στις προσφυγικές κοινότητες, διεκδικώντας εντοπιότητα και εγγραφή στα κοινοτικά δημοτολόγια. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 τα μέλη των προσφυγικών κοινοτήτων αρνούνταν οποιοδήποτε τέτοιο αίτημα. Η πώληση αγροτεμαχίων για την ικανοποίηση οικονομικών αναγκών των προσφύγων, όπως σπουδές για τα παιδιά τους, και η μετακίνηση αστικού πληθυσμού από το κέντρο στην περιφέρεια αποτέλεσε ευκαιρία για την εγκατάσταση του ντόπιου στοιχείου σε περιοχές εγκατάστασης προσφύγων.
Το μορφωτικό επίπεδο των προσφύγων υπήρξε παράγοντας που επηρέασε τις σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Στην απογραφή του 1928, 2.716 πρόσφυγες καταγράφονται ως εγγράμματοι ενώ 1.510 είναι αγράμματοι. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στους τόπους καταγωγής (η πλειοψηφία προέρχεται από αγροτικές περιοχές, που σημαίνει ότι η εκπαίδευση ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, αφού βασική επιδίωξη ήταν η επιβίωση). Με τους όρους εγγράμματος και αγράμματος εννοείται η γνώση ή μη γραφής και ανάγνωσης κι όχι αναγκαστικά η φοίτηση σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Οι παραπάνω αντιθέσεις μεταξύ του προσφυγικού και του ντόπιου στοιχείου στον νομό Ιωαννίνων, δεν κατέληξαν σε δυσάρεστες ενέργειες, όπως διώξεις ή αιματηρές συγκρούσεις, που έλαβαν χώρα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (Σέρρες, Καστοριά).
Ο βίαιος και ακούσιος ξεριζωμός από τις πατρογονικές εστίες και η εγκατάσταση σε έναν τόπο εντελώς άγνωστο, με ανθρώπους που ήταν τελείως διαφορετικοί στις συνήθειες, στον τρόπο ζωής ακόμα και στη γλώσσα, οδήγησαν τους νεοαφιχθέντες στο να συσπειρωθούν και να προβάλουν προς τα έξω την εντύπωση της κοινής καταγωγής και κοινής πολιτισμικής ταυτότητας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπήρχε ετερότητα και μέσα στις ίδιες αυτές ομάδες.
Οι πρόσφυγες, όπως ήταν φυσικό, διέθεταν διαφορετικά εθνολογικά χαρακτηριστικά από τον γηγενή ηπειρώτικο πληθυσμό. Αυτά τα χαρακτηριστικά προσπάθησαν να τα διατηρήσουν με την ενσωμάτωσή τους στο νέο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να συνυπάρξουν με τον εντόπιο πληθυσμό.
Στους τόπους εγκατάστασης συναντήθηκαν άνθρωποι που κατάγονταν από διαφορετικές περιοχές. Ο Πόντος, τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, τα παράλια της Μικράς Ασίας, περιοχές της κεντρικής και νότιας Μικράς Ασίας (Καππαδοκία, Λυκαονία) ήταν τόποι καταγωγής των προσφύγων. Μεταξύ των περιοχών αυτών υπήρχαν γλωσσικές διαφορές, ποικιλία διαλέκτων, διαφορετικά κοινωνικά γνωρίσματα, διαφορετικά εν τέλει πολιτισμικά στοιχεία.
Η πρώτη γενιά των προσφύγων απασχολήθηκε κυρίως σε αγροτικές εργασίες και παράλληλα άσκησε συμπληρωματικά κάποιο άλλο επάγγελμα, όπως αυτό του κουρέα, του μαραγκού, του αμαξά, του εργάτη οικοδομικών έργων κ.α. Η δεύτερη γενιά είχε την ευκαιρία να αξιώσει ένα επάγγελμα στην πόλη, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης άρχισαν να βελτιώνονται και είχαν τη δυνατότητα να λάβουν καλύτερη εκπαίδευση και «να μάθουν μια τέχνη». Η εμπορευματική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης, καθώς δεν υπήρχαν πολλά χρήματα για την ανάπτυξη μιας εμπορικής επιχείρησης.
Μετά τον ξεριζωμό και τις περιπέτειές τους, οι πρόσφυγες, αφού πέρασαν αμέτρητες αντιξοότητες, τόσο στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα όσο και κατά τον πρώτο καιρό διαμονής τους σε αυτή, κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Μέσα από σκληρούς αγώνες για επιβίωση και αποδοχή τους από τους αυτόχθονες Έλληνες κατάφεραν να προσαρμοστούν στην καινούρια τους ζωή, διατηρώντας τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Σήμερα, οι κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ προσφύγων και «γηγενών» έχουν ξεπεραστεί μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Η ανάπτυξη των δεσμών συγγένειας μέσω των επιγαμιών και οι συμπληρωματικές μορφές συγγένειας, όπως οι κουμπαριές, συντέλεσαν στην άμβλυνση των διαφορών. Ο διαχωρισμός των κατοίκων ανάλογα με τον τόπο καταγωγής άρχισε να υποχωρεί από τη δεκαετία του 1960 και μετά.
Συμπερασματικά, οι κάτοικοι των προσφυγικών κοινοτήτων των Ιωαννίνων, διαμορφώνουν την ταυτότητά τους στη βάση ενός παρελθόντος, το οποίο έχει σφραγιστεί από το καθοριστικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής και της εμπειρίας της προσφυγιάς. Μέσα από την κοινωνική μνήμη αναπλάθονται στοιχεία του παρελθόντος και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις ανάγκες του παρόντος, συγκροτώντας μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα που εκφράζεται μέσα από τη φράση «εμείς οι πρόσφυγες». Η ανασύσταση του παρελθόντος και η ιδιαίτερη πολιτισμική έκφραση των προσφυγικών ομάδων αποτελούν τα στοιχεία που συγκροτούν την ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα, η οποία χρησιμοποιείται ωστόσο και στο πλαίσιο ένταξης ή ενσωμάτωσής τους στην τοπική κοινωνία.
Κλείνοντας, η διαφορετικότητα που είχαν οι πρόσφυγες στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στα ήθη και έθιμα έδωσαν νέα πνοή .Η μουσική , οι τέχνες τα γράμματα διανθίστηκαν δημιουργώντας τη φυσιογνωμία της σύγχρονης κοινωνίας.