Από: Γιώργος Γκόντζος([email protected])—Η ομιλία του καθηγητή Βασιλείου Μπαλωμένου στην εκδήλωση του Πολιτιστικού Συλλόγου «ΠΗΓΑΣΟΣ», υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Ηπείρου, με τίτλο «Μικρασιάτες και Πόντιοι των Ιωαννίνων»,με διττό σκοπό, αφενός μεν να καταδείξει, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή, την παρουσία των ξεριζωμένων Μικρασιατών και Ποντίων στην περιοχή μας, αφετέρου δε να τιμήσει ένα άξιο τέκνο της Μικρασιατικής γης, τον εκλιπόντα εξαιρετικό ουμανιστή γιατρό και θαυμάσιο άνθρωπο, τον Νίκο Ακριτίδη.
(Ηχητικό ΕΔΩ)
Το κείμενο της ομιλίας.
Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα διακατέχομαι από ανάμικτα συναισθήματα, αφενός θλίψη γιατί έρχεται στη μνήμη μου ο χαμός ενός ξεχωριστού ανθρώπου, αφετέρου συγκίνηση και χαρά επειδή μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για τον άνθρωπο που είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά και την τιμή να τον έχω φίλο μου: τον αείμνηστο γιατρό Νίκο Ακριτίδη. Η συγκίνηση αυτή είναι μεγαλύτερη, γιατί εξαιτίας του θανάτου του εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού και των απαγορεύσεων των μετακινήσεων, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να του αποδώσω τον τελευταίο χαιρετισμό.
Ο Νίκος Ακριτίδης ήταν παιδί υπερπολύτεκνης οικογένειας από τη Μυρσίνη Γρεβενών, με καταβολές από την Τραπεζούντα του Πόντου. Γιατρός με λαμπρές σπουδές, ξεχώρισε από πολύ νωρίς για τις επιστημονικές του ικανότητες και τίμησε με την προσφορά του την ιατρική επιστήμη, την οποία εξαρχής αναγνώρισε ως λειτούργημα. Τάχθηκε στην υπηρεσία και την ανακούφιση των πασχόντων συνανθρώπων μας,εργαζόμενος προς το σκοπό αυτό με πάθος και αφοσίωση καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστημονικής του διαδρομής. Στο πρόσωπό του συνέκλιναν τα υψηλά χαρακτηριστικά του διαπρεπούς και καταξιωμένου επιστήμονα με αυτά του ήθους, της φιλανθρωπίας, της αφιλοκέρδειας, της σεμνότητας, της ευαισθησίας, της αξιοπρέπειας και της υπευθυνότητας.
Ως Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Χατζηκώστα, έμεινε στη μνήμη τόσο των εργαζομένων, όσο και των ασθενών, ως ένας ακούραστος εργάτης της επιστήμης και της προσφοράς. Η ρητορική του δεινότητα, η μεταδοτικότητά του, η επιστημονική του εμβρίθεια και η συνεχής πνευματική του εγρήγορση τον καθιστούσαν σημείο αναφοράς για τα επιστημονικά ενδιαφέροντα όλων σχεδόν των συναδέλφων του. Εξαιτίας μάλιστα της άρτιας επιστημονικής του γνώσης και της πολύπλευρης εμπειρίας του ως νοσοκομειακός γιατρός στο Λονδίνο, διέθετε το μεγάλο προσόν της διαγνωστικής ικανότητας, όσο λίγοι ανά τον κόσμο στον τομέα της παθολογίας. Ο Νίκος Ακριτίδης δεν ήταν ένας απλός γιατρός. Ήταν άριστα καταρτισμένος επιστημονικά, διέθετε την ικανότητα να συνδυάζει τα συμπτώματα του ασθενούς με τις τεράστιες επιστημονικές του γνώσεις και να κάνει τη διάγνωση με ακρίβεια, ώστε να στηρίζεται σε αυτή είτε ο ίδιος, είτε οι διάφορες άλλες ειδικότητες για την εφαρμογή της κατάλληλης θεραπείας. Δεν είναι τυχαίο ότι και μετά τη συνταξιοδότησή του το λαμπρό μυαλό του συνέχιζε να τους τροφοδοτεί με γνώσεις και ήθος. Μόνη του πικρία ήταν η μη εκλογή του στην ανώτατη βαθμίδα της έδρας της Παθολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και η αφυπηρέτησή του με τον τίτλο του Επίκουρου Καθηγητή. Μια κατάφωρη αδικία σε βάρος του, για την οποία όμως, μεγαλόψυχος ων, δεν κατηγόρησε κανέναν και ποτέ. Το κενό που δημιούργησε ο χαμός του είναι δυσαναπλήρωτο τόσο στον ιατρικό – επιστημονικό κόσμο όσο και στις καρδιές όλων εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά. Για όλους εμάς θα είναι για πάντα «ο καθηγητής» και θα έχει τον καθολικό σεβασμό και την εκτίμησή μας.
Αν και θα μπορούσα να μιλώ για ώρες για την επιστημονική του πορεία, είναι άλλωστε πολύ γνωστή σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, αλλά και σε πάρα πολλά ερευνητικά κέντρα ανά τον κόσμο, θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στον άνθρωπο Νίκο Ακριτίδη, όπως τον έζησα από κοντά. Η σπουδαία μορφωτική του καλλιέργεια και η αναγνωρισμένη επιστημονική του κατάρτιση ποτέ δεν αυτονομήθηκαν από το κεφάλαιο άνθρωπος. Ποτέ δεν έγιναν αιτία επίδειξης και κομπασμού, επιδίωξης τιμών και πλουτισμού. Στις δε κοινωνικές του σχέσεις ήταν ιδιαίτερα ανεπιτήδευτος και προσηνής, και δεν ξεχώριζε τον πλούσιο από τον φτωχό, τον μορφωμένο από τον αγράμματο, τον κάτοχο υψηλής κοινωνικής θέσης από τον απλό λαό. Απέφευγε συστηματικά να συμμετέχει σε κοσμοπολίτικες συναθροίσεις και προτιμούσε μόνο τις εκδηλώσεις που αφορούσαν στην επιστήμη του, αλλά και τη συναναστροφή με τους απλούς ανθρώπους ή λίγους φίλους σε μέρη απλά και καθημερινά και την ανταλλαγή απόψεων σε θέματα κοινωνικά, πολιτικά και φιλοσοφικά. Σεμνός καθώς ήταν απέφευγε να μιλά για τις επιστημονικές του ικανότητες και τις ανθρώπινες αρετές του. Μιλούσαν όμως γι’ αυτόν τα έργα του. Ενδεικτικό της φιλανθρωπικής του δράσης είναι και το γεγονός ότι αποδεχόμενος σχετική πρόσκληση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου, μετέβαινε μία φορά τον μήνα σε πόλεις και χωριά της Βορείου Ηπείρου, όπου παρείχε αφιλοκερδώς ιατρικές υπηρεσίες στους κατοίκους.
Τέλος, οφείλω μια αναφορά στην αγάπη του για τον τόπο της καταγωγής του, τον Πόντο. Ο Νίκος Ακριτίδης αγαπούσε τη γενέτειρά του στα Γρεβενά, γι’ αυτό και επέλεξε το φτωχικό κοιμητήριο του χωριού του ως τόπο για την τελευταία του κατοικία. Αγαπούσε πολύ και τα Γιάννενα, όπου ζούσε και δραστηριοποιούνταν για πολλά χρόνια. Ήταν άλλωστε παντρεμένος με την Ηπειρώτισσα Σταυρούλα Αναστασίου και είχε δημιουργήσει μια ζεστή οικογένεια με δύο υπέροχους γιους, τον Κώστα και τον Θανάση, που τους λάτρευε υπερβολικά. Πάντα μέσα του όμως είχε άσβεστο τον πόνο για την πατρίδα των προγόνων του, την οποία εγκατέλειψαν ξεριζωμένοι και κατατρεγμένοι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη συγκίνησή του όταν μας διηγήθηκε για τον ταξίδι του στην Τραπεζούντα, την Παναγία Σουμελά και το χωριό του λίγο έξω από την πόλη. Ένα ταξίδι – προσκύνημα στην γενέθλια γη των προπατόρων του και την προστάτιδα των απανταχού Ποντίων. Αλλά δεν θα ξεχάσω και την απογοήτευσή του επειδή δεν κατόρθωσε να βρει το πατρογονικό του σπίτι. Ήταν η θλίψη που διατρέχει τις γενιές των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου που κατέκλυσαν κατά χιλιάδες τον ελλαδικό χώρο, αναζητώντας νέο σπίτι, νέο τόπο για να τους χωρέσει και μια νέα κοινωνία για να μεγαλουργήσουν, αλλά ποτέ δεν έπαψαν να νιώθουν νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες του Ελληνισμού.