Παρασκευή , 22 Μαρτίου 2024
Αρχική / Επικαιρότητα / “Οι γλάροι”-Κείμενο του Α.Καρασταμάτη

“Οι γλάροι”-Κείμενο του Α.Καρασταμάτη

maxresdefaultΑπό:Γιώργος Γκόντζος([email protected])–

(Ο ακροατής του δημοτικού ραδιοφώνου Ιωαννίνων ,Αντώνης Καρασταμάτης,έστειλε για δημοσίευση στην ιστοσελίδα του ραδιοφώνου το ακόλουθο κείμενο):

Οι γλάροι

Είτε το θες είτε όχι η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή. Τα χρόνια σε προσπερνάνε και μέρα με τη μέρα σώνονται.

Ήταν μια δύσκολη μέρα για σένα, ήπιες τον καφέ σου, βγήκες για λίγο στην αυλή και χάζεψες τα λουλούδια που πήραν να ανθίσουν.

Χαίδεψες το καπό από το σαραβαλάκι σου και άφησες ένα στεναγμό να βγεί από τα χείλη σου. Πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, ούτε ένα , ούτε δέκα, πενήντα πέντε. Και τώρα έπρεπε να παραδώσεις το δίπλωμα. Πάτησες τα ογδόντα κι όλοι άρχισαν, και πιο πολύ από όλους τα παιδιά, να στο λένε απ΄ έξω- απ΄έξω.

Ήξερες κι από μόνος σου, χαζός δεν ήσουνα κι ούτε ήθελες να βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου και των γύρω σου. Έτσι πήρες την απόφαση. Όμως ήταν δύσκολο να συνηθίσεις στην ιδέα ότι αποδώ και πέρα έπρεπε “να πέσεις” στην ανάγκη των άλλων. Συγκοινωνία το χωριό δεν είχε, παρά μόνο μια φορά την εβδομάδα. Το ίδιο ίσχυε και για τον γιατρό. Άμα πάθαινες τίποτε – χτύπα ξύλο – έπρεπε να τρέχεις στα Γιάννενα.

Τόσα χρόνια, τόσοι πολιτικάντηδες πέρασαν, τόσες κυβερνήσεις άλλαξαν. Σε θυμούνταν τάχα, προεκλογικά. Έρχονταν στο καφενείο, κέρναγαν κανένα τσίπουρο, σε άκουγαν με προσποιητό ενδιαφέρον και σε χτύπαγαν φιλικά στην πλάτη, αυτό ήταν όλο, το χρέος τους το είχαν κάνει.

Και εν τω μεταξύ το χωριό έσβηνε, φυλλορροούσε σαν τα δέντρα τα χινοπωριάτικα. Ένας – ένας, φίλοι και συγγενείς έφευγαν, ταξίδευαν για την τελευταία τους κατοικία. Τα παιδιά είχαν φύγει για την πόλη από καιρό και είχαν κι αυτά τις σκοτούρες τους. Και τα βάσανά τους. Τίποτε πια δεν τα κράταγε εδώ.

Ένα διάστημα κάτι πήγε να γίνει με τον τουρισμό, αναθάρρεψαν μερικοί. Μέχρι που ο Περιφερειάρχης “φύτεψε” έτσι, αυθαίρετα, έναν ΧΥΤΑ δίπλα στην Τσούκα, το μοναστήρι, ένα από τα πιο θαυμαστά αξιοθέατα της περιοχής. Αυτός ο ίδιος Περιφερειάρχης που άφησε το γεφύρι της Πλάκας να πέσει. Δέκα χρόνια τον προειδοποιούσαν με έγγραφα οι αρμόδιοι τοπικοί φορείς και κάποιες οργανώσεις ότι κάτι έπρεπε να γίνει, ότι το γεφύρι δεν θα άντεχε. Μετά ,ο ίδιος αυτός άνθρωπος, πήρε τον σταθμό των λεωφορείων και τον πήγε στην άλλη άκρη της πόλης, κατήργησε κι αυτόν που υπήρχε στην Καλούτσιανη. Από τότε κι εσύ κι οι υπόλοιποι ξεροσταλιάζετε μπρος στο Τζαμί μέσα στο κρύο ή μέσα στο λιοπύρι.

Κοντοστάθηκες για λίγο, χάζεψες το νικελένιο καθρέφτη. Το συντηρούσες μια χαρά το αμαξάκι σου και αυτό δεν σε πρόδωσε σχεδόν ποτέ.

Τότε άκουσες το κρώξιμο των γλάρων πάνω από το κεφάλι σου. Πού ακούστηκε γλάροι στα Τζουμέρκα; Τους είχε τραβήξει η αποφορά της χωματερής. Ξαφνικά οι κραυγές τους άρχισαν να μοιάζουν με καγχασμό. Κάνγχηζαν όλοι αυτοί που χρόνια τώρα σε κορόιδευαν. Άρχιζαν να σου τραγουδούν χορωδιακά, με ύφος περιπαικτικό: “Μαζί τα φάγαμε, μαζί  τα φάγαμε”.

Κι ύστερα σιωπή και μετά σε πήρε το παράπονο κι άρχιζες να σιγομουρμουρίζεις: “Τον Κατσαντώνη πιάσανε στα Γιάννενα τον πάνε”.

Λίγο πιο πέρα μες στη χαράδρα ο Άραχθος εξακολουθούσε να κυλά και να παρασέρνει στο διάβα του όσα λιθάρια απέμειναν  από το πεσμένο γεφύρι. Μοιάζει σαν τον χρόνο τον μοχθηρό που παίρνει μαζί του, τραβώντας τους από το χέρι, τους τελευταίους κατοίκους του τόπου μας, βουβούς και πικραμένους.

Αντώνης Καρασταμάτης

Δείτε Επίσης

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ: “ΣΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΑΣ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΡΙΞΕ ΚΑΘΕ «ΜΑΣΚΑΡΑ»”

Στη φωτιά της Τζαμάλας με μουσική, χορό και μπόλικο τσίπουρο, κρασί και φασολάδα οι εργαζόμενοι ...

0 0 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments